Κριτική του Γιάννη Σβώλου στο efsyn.gr
Η τωρινή ακρόαση ήταν η πρώτη «ζωντανή» στο ιταλικό πρωτότυπο και ως τέτοια άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, τόσο από το ίδιο το έργο όσο και από την ερμηνεία αποκλειστικά με δυνάμεις της Λυρικής.
Από πολλές απόψεις αληθινή αποκάλυψη ήταν η πρώτη παρουσίαση από την ΕΛΣ της όπερας του Επτανήσιου Παύλου Καρρέρ «Η κυρα-Φροσύνη» (ΚΠΙΣΝ, 3/10/2021). Το έργο δόθηκε σε συναυλιακή μορφή υπό τη διεύθυνση του Ηλία Βουδούρη.
Η όπερα γράφτηκε το 1868 σε ιταλικό λιμπρέτο του Ελισαβέτιου Μαρτινέγκου, βασισμένο στο ομότιτλο ποίημα του Βαλαωρίτη. Το τελευταίο απηχεί ιστορικά γεγονότα του 1801, που συγκλόνισαν την κοινωνία των Ιωαννίνων της Τουρκοκρατίας και αποτυπώθηκαν στο δημοτικό τραγούδι. Το έργο ανέβηκε πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στη Ζάκυνθο την ίδια χρονιά και υπήρξε ιδιαίτερα δημοφιλές σε όλο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα καθώς παρουσιαζόταν συχνά από το Ελληνικό Μελόδραμα σε Αθήνα και Πάτρα και, βεβαίως, στις ελληνόφωνες παροικίες (Οδησσός, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, Μασσαλία, Τεργέστη, Βραΐλα κ.λπ.).
«Η κυρα-Φροσύνη» είναι πιθανότατα η πιο ολοκληρωμένη πολύπρακτη όπερα του Καρρέρ, της οποίας διασώθηκε αυθεντικό, χειρόγραφο μουσικό υλικό. Το υλικό αυτό απέκτησε πρόσφατα η ΕΛΣ από ιδιωτικό αρχείο.
Σε αυτό βασίστηκε η παράσταση που ακούσαμε, αφού προηγουμένως το επιμελήθηκε ο μουσικολόγος Γιάννης Τσελίκας στο Κέντρο Ελληνικής Μουσικής. Οπως αρκετοί φιλόμουσοι, γνωρίζαμε το έργο από την ηχογράφησή του στα ελληνικά υπό τον Βύρωνα Φιδετζή με βουλγαρικά σύνολα και πρωταγωνιστές προηγούμενη γενιά τραγουδιστών της ΕΛΣ (LYRA, 1999). Η τωρινή ακρόαση ήταν η πρώτη «ζωντανή» στο ιταλικό πρωτότυπο και ως τέτοια άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, τόσο από το ίδιο το έργο όσο και από την ερμηνεία αποκλειστικά με δυνάμεις της ΕΛΣ.
Για πολλοστή φορά η ζωντανή εμπειρία της λυρικής γραφής του Καρρέρ υπήρξε σαφής και ξεκάθαρη όσον αφορά αφενός την ποιοτική αποτίμησή της με απόλυτα κριτήρια, αφετέρου την εγγραφή της στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής όπερας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Δίχως αξιώσεις ένταξης στην πρωτοπορία των μουσικών εξελίξεων της εποχής και του τόπου, η γραφή αυτή λειτουργεί αυτονόητα στο ευρύτερο πεδίο της ιταλικής λυρικής τέχνης και προβάλλει καθαρόαιμα ρομαντική, επιλέγοντας συγκινησιακή αμεσότητα, συμβατική δομή, ενορχήστρωση και δραματουργία.
Ως άκουσμα, έκφραση και συντακτικό έρχεται αυτόματα, σε καταφανή συνάφεια με τα πρότυπα που κυριαρχούσαν στην Ιταλία μια γενιά νωρίτερα, δηλαδή αυτά του πρώιμου Βέρντι αλλά και του μπελ κάντο των Μπελίνι – Ντονιτσέτι. Ταυτόχρονα διαφοροποιείται αβίαστα επιλέγοντας να υπηρετήσει την ελληνική θεματική εισάγοντας ανατολίτικα ακούσματα που, όμως, τα ελληνικά ακροατήρια θα αναγνώριζαν αυτόματα ως «ηπειρώτικα». Εγγραφόμενα αβίαστα ως οριενταλιστικές/εθνικές αποχρώσεις σε μια κατά τα άλλα απολύτως «ιταλική» λυρική έκφραση, τέτοια στοιχεία είναι η λυγμική διάπλαση της φραστικής στις λυπητερές άριες της Φροσύνης, η συχνή, ιδιαίτερα προβεβλημένη συμμετοχή του κλαρινέτου και του φλάουτου στην συνοδεία για την υποβολή βαλκάνιας εντοπιότητας κλπ.
Ως Φροσύνη, η θαυμαστά αξιόμαχη Βασιλική Καραγιάννη έδωσε με άνεση και αφειδώλευτη δεξιοτεχνία στον επώνυμο ρόλο το ταιριαστά σκοτεινό πάθος αλλά και την μπελκαντίστικη αιχμηρότητα. Την πλαισίωσαν ισορροπημένα ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης ως λαύρος, οργίλος δυνάστης Αλή Πασάς, ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος ως απελπισμένα ερωτοχτυπημένος Μουχτάρ, ο βαρύτονος Χάρης Αδριανός (Ταχήρ) και ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου (Ιγνάτιος). Συναρπαστική στην τρομακτική, βερντιανής δριμύτητας βινιέτα του φαντάσματος της Χάκμως ήταν η Τζούλια Σουγλάκου. Καλή ήταν η απόδοση της Ορχήστρας και της Χορωδίας της ΕΛΣ, ενώ ο Ηλίας Βουδούρης διηύθυνε με αμείωτη ένταση και εξασφάλισε την τάξη και τη διαφάνεια στα όχι λίγα, κρίσιμα, α λα Ντονιτσέτι πολυπρόσωπα σύνολα.
Εντασσόμενη στο βασικό ρεπερτόριο του μοναδικού λυρικού θεάτρου της χώρας, η «Κυρα-Φροσύνη» του Καρρέρ προσφέρεται ως δυνατό (καθ’ ότι ανεπιφύλακτα απολαυστικό) εργαλείο συγκίνησης μέσω του οποίου ο τωρινός Ελληνας φιλόμουσος μπορεί να αισθανθεί αδιαμεσολάβητα (σε αντιδιαστολή προς την διδακτική εγκεφαλική κατανόηση μιας διάλεξης) τις αισθητικές, εκφραστικές και εθνικές συντεταγμένες της επτανησιακής όπερας. Απομένει να βρεθεί η κατάλληλη σκηνοθετική προσέγγιση που θα γοητεύσει το κοινό, θα χωρέσει και θα χειριστεί πειστικά όσα θέλει να πει ο Καρρέρ, υπομνηματίζοντάς τα με όσα κατέληξε να σημαίνει η συγκεκριμένη όπερα για τους Ελληνες στη διαχρονία αλλά και σήμερα.
Διαβάστε περισσότερα στο efsyn.gr